- επιμέλας
- ἐπιμέλας, -αινα, -αν (Α) [μέλας](για καρπό) σκούρος στην επιφάνεια, μαυρειδερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
επιμελαίνομαι — ἐπιμελαίνομαι (Α) [επιμέλας] 1. (για το δέρμα ασθενούς ή τραυματισμένου μέλους τού σώματος) μαυρίζω 2. (για καρπό) αρχίζω να ωριμάζω … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek